Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

Πώς έφυγες




Σε θυμάμαι να έχεις ματώσει στο κεφάλι, είχες ανέβει στο τραπέζι να ισιώσεις το κάδρο, το τραπέζι έσπασε, χίλια κομμάτια, εσύ σωριάστηκες στο πάτωμα, δεν το’ πες σε κανέναν, έτρεξες να αγοράσεις μόνο καινούριο τζάμι, να’ ναι όλα ξανά όπως πριν, σκούπισες και τα αίματα, να μην καταλάβουμε, δεν έβλεπες μάνα; Τι διόρθωνες, αφού όλα είχαν ήδη χαλάσει; Άργησες να το καταλάβεις: Τα μερεμέτια απλώς συντηρούν τη φθορά.

Κι εγώ έμεινα εδώ να σε βλέπω κάθε βράδυ στον ύπνο μου, να ψάχνεις να βρεις την πληγή, να επιμένεις πως υπάρχει κι εμείς να μη σε πιστεύουμε και τότε να κατεβαίνεις στο υπόγειο και να ανεβαίνεις μισο-πεθαμένη, με μια τεράστια πληγή στο πόδι, σαν λεπρού. Κι εγώ ανίκανη να σε αναστήσω. Και ξυπνάω κάθε νύχτα ιδρωμένη, σκουπίζομαι και σε παίρνω τηλέφωνο, στα λέω, μου λες πως τα ξέρεις όλα από καιρό. 

Το χειρότερο είναι πως οι εφιάλτες δεν είναι ψέματα: είναι απλώς η πραγματικότητα υπό αφαίρεση. Το ίδιο και η νοσταλγία. Γι’ αυτό κι εμένα μου λείπεις, γιατί αφαιρώ από τις αναμνήσεις τα αίματα και κρατώ μόνο το κυριακάτικο τραπέζι, το ίδιο τραπέζι που έσπασε, το κρατώ χωρίς τις ραγισματιές, κάποτε ήταν ξύλινο. Το είχαμε από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Τώρα δε θυμάμαι τον εαυτό μου κι έτσι αγόρασα ένα τραπέζι από ένα γύφτο, απ’ αυτά τα πλαστικά, ίδιο κι απαράλλαχτο με εκατομμύρια άλλα, αδιάφορα άσπρο, δε σπάει, ιδανικό για τη βεράντα σας το καλοκαίρι. Κι έτσι δεν πέφτω, ούτε ματώνω, ούτε ραγίζω, ούτε συντηρώ. Είμαι αδιάφορα λευκή κι αγοράζω πάντοτε φτηνά έπιπλα, γιατί ποτέ δεν ξέρω πόσο καιρό θα μένω σε κάθε σπίτι. Πρόσφυγας και ανέστια, με ρωτάς πού πηγαίνω. Πηγαίνω από άλλο δρόμο απ’ αυτόν που πήγες εσύ. Είναι κι αυτός ένας προορισμός…


Ιωάννα Μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου