Τετάρτη 18 Ιουλίου 2012

Ο Κρόνος είναι ο Χρόνος!




«Ο Κρόνος είναι ο χρόνος», μου είπε και μου έδωσε τη σκυτάλη. «Εγώ αυτά τα δύο χρόνια γέρασα για αιώνες, αναστήθηκα σε λεπτά και προσγειώθηκα σε θρόνο. Ό, τι φοβήθηκα περισσότερο κι ό, τι πόθησα ποτέ, με έκανε ιστορία».

Κοίταξα ελαφρώς απορημένα και σώπασα, δε συνηθίζω να σχολιάζω, απλώς
  κατανοώ. Την επόμενη μέρα με βρήκε. Ήμουν τότε λιγάκι κουτσή, μα παρίστανα πως περπατάω ευθεία, στην αρχή δεν κατάλαβα. Συνέχισα να ζω όπως ήξερα, είπα «εγώ είμαι η επιστήμη» και έριξα πίσω τα μαλλιά, με όση περισσότερη αλαζονεία μού βρισκόταν. Μέρα με τη μέρα μου βάραινε όλο και περισσότερο τον ώμο. Στο τέλος έφτασα να μην μπορώ να κρύψω την αναπηρία.

Εκείνο τον καιρό οι άνθρωποι επέστρεφαν από τους ξενιτεμούς τους κι έρχονταν να με συναντήσουν. Από μακριά φαινόταν σαν οι παλιοί εραστές να έρχονται στα γόνατα να με ζητήσουν μετανιωμένοι, εγώ καθισμένη στην πολυθρόνα, ως αντίστροφη σταχτοπούτα, να διαλέγω το γοβάκι εκείνου που μου ταιριάζει καλύτερα. Γύριζα τη σελίδα ή επέστρεφα να διαβάσω αυτά που είχα ξεχάσει; «Το παρελθόν το ξαναγράφεις κάθε φορά που το ανακαλείς».

Έπαιζα με τις σκιές και άφηνα τον κόσμο να πιστεύει ό, τι φαινόταν. Ναι, ήξερα τι συνέβαινε από πίσω. Έρχονταν να μου ζητήσουν βοήθεια, πάντοτε ναυαγοί οι αγαπημένοι κι εγώ τους άπλωνα το χέρι –η φιλανθρωπία είναι συνώνυμη της μοναξιάς- και τους ρωτούσα: «Γιατί δεν έγραψες ποτέ ένα ποίημα για μένα;». Κοιτούσαν αλλού και έφευγαν αθόρυβα, αφήνοντας πίσω τους υπόγεια απαιτητικά υστερόγραφα.

Ήταν λίγο μετά από το χθες και αβύσσους μπροστά από το μέλλον, όταν άρχισε το σπίτι να καταρρέει. Πρώτες έσπασαν οι κορνίζες με τις φωτογραφίες. Είπα θα φύσηξε ο αέρας κι έστησα καινούριες. Έπειτα άδειασαν οι ντουλάπες, τα ρούχα βγήκαν έξω και πακετάρονταν σε κούριερ για την Αθήνα, μύρισε ο τόπος λεβάντα χρονισμένη, γιατί
  αυτός που συνήθισε να ζει στη ραστώνη του μόνιμου, έχει την πολυτέλεια να προνοεί. Συνέχισαν τα τζάμια που ράγισαν, οι συσκευές που σταμάτησαν, το τραπέζι της κουζίνας, το πλυντήριο, το ρολόι, τα χαλιά. Έμεινα μόνη  να ακούω την ηχώ μου και να παρατηρώ την πτώση.

Το σπίτι ήταν μόνο η αρχή. Οι νέοι ξεκίνησαν να φεύγουν μετανάστες κι οι γέροι έμεναν πίσω, οι εραστές έπαψαν να αγαπιούνται κι άρχισαν απλώς να διασταυρώνονται, μετέτρεπαν τις ψυχές σε συνάλλαγμα σάρκας και επιβιβάζονταν όπως- όπως στα καταστρώματα. Όλοι έλεγαν πως είχαν άλλοτε πληγωθεί για να δικαιολογήσουν την έχθρα, τους έφταιγαν οι ζητιάνοι, οι κουτσοί, οι ξένοι. Νοητές ομοιότητες πλανιόνταν στον αέρα, για να’ χουν κάτι στέρεο να ακουμπήσουν όταν κουράζονταν.

Το σπίτι πλημμύρισε νερό. Ήταν τότε που αρχίσαμε να μαζευόμαστε όλοι, σε όποιο σπίτι είχε απομείνει όρθιο. Για λίγο καιρό μείναμε με τη στάθμη να φτάνει σταθερά στον αστράγαλο. Αρχίσαμε να συζητάμε, να αναρωτιόμαστε γιατί είχαμε χαθεί όλα αυτά τα χρόνια, να εξομολογούμαστε, να κάνουμε συντροφιά. «Αυτό είναι», σκέφτηκα. Οι άνθρωποι και οι ανείπωτες αλήθειες. Θα αγαπήσω και θα πω.

Και έτσι εμφανίστηκε εκείνη. Θα ήταν ψέματα να πω πως δεν την περίμενα, σχεδόν τη δημιούργησα. Την είχα ονειρευτεί, ντυμένη στα λευκά, αλλοτινά πληγωμένη και τώρα δυνατή, θα δέναμε τα χέρια μας σφιχτά μπροστά στο θάνατο. Εγώ θα ήμουν για λίγο το βρέφος που το παράτησαν στην πόρτα της κι αυτή ένα άλυτο μυστήριο, που μόνο εγώ κατανοώ. Αυτή που θα γράψει ένα ποίημα για μένα.

Όμως γρήγορα το πρόσωπό της άλλαξε. Τη μια γυρνούσα κι ήταν η ίδια λευκή γυναίκα, την άλλη έπαιρνε την όψη της φωτιάς. Μου ζητούσε να γίνω άλλη, βίαια από βρέφος γυναίκα, σύγκρινε σκληρά, μετέτρεπε το φόβο σε κριτική. Ήταν που είχε εξαργυρώσει κι εκείνη λίγη απ’ την ψυχή σε σάρκα, τον καιρό των άγριων συναλλαγών. Έμεινα μήνες στην αμφιβολία, ποιο πρόσωπό της να είναι το αληθινό; Σκέφτηκα πως δεν έχω άλλη επιλογή. Θα πάω. Πήρα βαθιά ανάσα. Αυτάρκης στην έλλειψη και στέρεα στα υγρά.

Μα η αυτάρκεια πληρώνεται με προδοσία. Την πρόδωσα χωρίς να σταματήσω να την αγαπώ, μα οι λέξεις είναι φτωχιές για εξηγήσεις. Την πρόδωσα τις νύχτες μόνη στο κρεβάτι μου, ξένο δέρμα δεν άγγιξα ποτέ. Ήταν η γιορτή της απατηλής αυτάρκειας, έβγαινα έξω με φωτιά στα τακούνια, με βλέμματα ανταλλάξιμα στο βωμό του πάθους και με την ωραία κούφια ικανότητα, να κάνω τους άλλους να με ερωτεύονται. Στο βάθος περίμενα ακόμα το ποίημα, αλλά τουλάχιστον είχα μάθει να μην επαιτώ. Είχα αλλάξει βαθιά και ανεπαίσθητα. Θα με περίμενε η λευκή γυναίκα στην άκρη του δρόμου;

Εκείνος μου πάτησε το κεφάλι και μου το έστρεψε στο έδαφος. Μου χάραξε μια ρυτίδα στο πρόσωπο. «Μια μέρα θα σηκωθείς και θα’ ναι όλα πιο όμορφα κι από πριν. Όμως πρέπει το ποίημα να το γράψεις μόνη σου. Τώρα μπορείς να ηρεμήσεις… Μεγάλωσες».


Ιωάννα Μ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου